Ποπανάιρα

Άραγε τούτον το κακόν πόδωκεν μες στον τόπον,

ήταν κκισμέττιν; Να γίνει μάθημαν των αθρώπων;

 

Εν ο Θεός που τόπεψεν; Για να μας ιξυπνήσει

ούλους μας τη συνείδησην τζιαι να μας σουζουλίσει;

 

Ήνταμ που φταίσιν ζάβαλλη, τόσοι να πληγωθούσιν

τζιαι τόσες οικογένειες έτσι να ξηλωθούσιν;

 

Έσιει πολλούς, που συζητούν ομπρός που τα κανάλια

τζιαι πάντα τους τσακώνουνται για τα χρυσά κουτάλια.

 

Τα κάρβουνα στην πίτταν τους καπάλιν τα τραβούσιν,

τζι άμαν πολοηθείς εσύ, κάμνουν πως δέν ακούσιν.

 

Σαν Κόντε Ρεπανάκηδες κουρτίζουνται  τζιαι φκαίννουν,

αννοίουσιν τη γλώσσαν τους τζιαι τη διχόνοια σπέρνουν.

 

Θρέφουν ογλάνια που κρυφά μολότωφ κουβαλούσιν

με τύφλαν φανατίζουνται, νόμους δέ ττανετούσιν.

 

Μμε ιερόν μμε όσιον χαρκούμαι πως δέν έχουν.

Πάντα μες στον περίγυρον θέλουσιν να εξέχουν.

 

Ζζιουν για τα μεγαλεία τους τζιαι για τες παραστάσεις.

Στέκουν τζιαι καπαρτίζουσιν. Ψοφούν για παρελάσεις.

 

Βουρούν μες τα μνημόσυνα, στεφάνια για να στήσουν.

Νομίζουν, με τα κόλπα τους τον κόσμον θα γυρτίσουν.

 

Με το μισό, σαν λίμπουρους θωρούσιν τους αθρώπους,

μα για τες χειραψίες τους κάμνουν μεγάλους κόπους.

 

Τραβούσιν άλλοι τους πετσίν τζι άλλοι τους το τομάριν.

Τον εαυτόν τους- βίτεο- έχουν πολλύν καμάριν.

 

Αλλά, βρίσκεις τζιαι πλάσματα που ζζιούσιν μετρημένα.

Πόχουν την γλώσσαν τους κοντά τζιαι λόγια ζζυαζμένα.

 

Ξορτώννουν, με υπομονήν το δίκιον να προβάλουν,

δείχνουσιν σέβας στον λαόν, ποττέ  δεν θα προσβάλουν.

 

Άμα σου συντυχάννουσιν, νιώθεις πως σ’ εχτιμούσιν

τζιαι ξισιειλά ευγένειαν ο τρόπος που μιλούσιν.

 

Τέθκιους αθρώπους πρέπει μας να μας υπηρετούσιν.

Κάμνοντας τζιέινοι το σωστόν, να μας καθοδηγούσιν.

 

Όποιος που τους πολιτικούς αρρώνει ομπροστά μας

ο τόπος που θα τ’ άρμοζεν εν μόνον ο Ακάμας.

 

Να πά να δεί αρκότσουρες πώς παίρνουν το κοπάιν,

να μάθει συμπεριφοράν, να δρώσει για να φάει.

 

Να πηξ’ ο νούς του για καλά, να μάθει τζιαι τον νόστον,

πώς τα περνούσαν κάποτες ο πάππος τζι ο γονιός των.

 

Ομπρίτερρα κανούσαν μας ψουμίν τζι ελιές στην βούρκαν.

Τώρα κάμνουν εισαγωγές που την Χιλήν, αγγούρκα.

 

Έτο δέν ιξορτώννουμεν να συνεννοηθούμεν.

Αφ’ όν μας κόφτει τίποτες, εξόν που να δειχτούμεν.

 

Βάρτε σιόρ συντονιστήν μίαν κοτζιακαρούαν

ποτούτες που στην εκκλησιάν πάσιν με την βερκούαν.

 

Ό’ τι μας πεί να κάμνουμεν. Τον νούν μας να συνάξει.

Τζιαι σ’ όποιον έν της ακλουθά, να θκιά ώσπου να κράξει.

 

Με τούντο περιστατικόν εγίνημαν ρεζίλιν.

Πρέπει νάχουμεν πιό ψηλά το πλάζμαν που την ύλην.

 

Εν η καρκιά που διοικά την θέλησην, τζι ο νούς μας.

Τους πάντες να τους έχουμεν καλά σαν τους δικούς μας.

 

Δέν ιστοιχίζει κανενού το σέβας, ούτε γρόσιν.

Όποιος το έσιει μέσα του σ’ ούλλους μπορεί να δώσει.

 

Ποττέ σου καταφρόνησιν του άλλου μέν του δείξεις

γιατί παλλιές, κρυφές πληγές, σίουρα θα τ’ αννοίξεις.

 

Έν έσιει λεπτομέρειες την σήμμερον ημέραν.

Πολλές φορές εκάμαμεν τα λάθη μας παγκιέραν.

 

Ένα ποτσίαρον κανεί την Κύπρον να την κάψει.

Έννεν προδότης άραγε τζιαι όποιος το πετάξει;

 

Η ζζοπποβορτοσύνη μας εστοίχισεν καμπόσα.

Ήνταλως θα ξορτώσουμεν να πάμε στα Βαρόσια;

 

Κοντέψετε να στήσουμεν το μέλλον των παιθκιών μας,

αγαπημένα  τζι άξια με σκέψην το καλόν μας.

 

Αννοίξασιν τα μμάθκια μας μετά το παναΐριν.

Όποιος θωρεί κκοντέινερ εν να φακκά ποΐριν.

                                                        Τ.Τ.Λ 2011