“Λαμπρή” (Κυριακή του Πάσχα) του 1925 στη Στενή.

“Η Λαμπρή” φέτος είναι στις 19 του Απρίλη και όλοι σχεδόν οι κάτοικοι μικροί και μεγάλοι νηστεύουν το πενηνταήμερο, αν και η λιτή διατροφή είναι καθημερινό φαινόμενο στην οικογένεια της εποχής εκείνης. Πρέπει οπωσδήποτε όλοι να νηστέψουν για να “πασκάσουν” (λάβουν την Θεία Κοινωνία) την Κυριακή της Λαμπρής.

Το μήνα αυτό οι γεωργοί έχουν ήδη βγάλει τα ζώα τους (βόδια και γαϊδουριά) από τους στάβλους, αφού έχει σχεδόν εξαντληθεί το άχυρο και η “ταή” (αλεσμένοι σπόροι ψυχανθών και δημητριακών) που έτρωγαν τα ζώα τους χειμερινούς μήνες. Τα έχουν “σιηνιάση” (έδεσαν με σχοινί) μέσα στους “φαρράδες” (πράσινο χόρτο, κυρίως κριθάρι).

Οι βοσκοί βγάζουν καθημερινά τα κοπάδια στο βουνό, όπου είναι εύκολο να βοσκήσουν, καθότι ο κάμπος είναι πράσινος ,με τα σιτηρά που έχουν σπείρει τον χειμώνα.

Οι εργάτες στο μεταλλείο της Λίμνης ξεκινούν από τα χαράματα όλοι μαζί, άλλοι πεζοί και άλλοι καβάλα στα ζώα, για να πάνε στη δουλειά τους πέντε χιλιόμετρα από το χωριό.

Τα παιδιά όσα οι γονείς τους, τους στέλνουν σχολείο συνεχίζουν τα μαθήματά τους, στο νεόκτιστο κτίριο του Δημοτικού Σχολείου, με πρώτο δάσκαλο τον Λούκα Αργυρίδη από τα Κατύδατα Σολέας, νυν κάτοικο Συλίκου.

Όλοι οι κάτοικοι του χωριού περιμένουν με αγωνία τις γιορτινές μέρες της “Λαμπρής”, γιατί είναι μέρες χαράς και ξεγνοιασιάς από το καθημερινό δύσκολο αγώνα για επιβίωση. Ο καθένας με τον δικό του τρόπο θα γιορτάσει αυτές τις μέρες αν και η οικονομική κατάσταση είναι τραγική αυτά τα χρόνια. Η προσδοκία ότι ο ερχομός των Άγγλων θα άλλαζε την κατάσταση δεν επαληθεύτηκε.

Το Σάββατο του Λαζάρου είναι η μέρα που προαναγγέλλει ότι το Πάσχα πλησιάζει και μετά την λειτουργία, ο Χριστόδουλος Ζανθή (το Ζαντούρι) θα τραγουδήσει το “τραγούδιν του Λαζάρου”. “Ο Λάζαρος κατάγετο από την Βηθανία….”

Η βδομάδα κυλά με τον ίδιο τρόπο που κυλούσε για χρόνια, όλοι στη δουλειά όλοι στο φαΐ , μέχρι την “Κυριακή της Ελιάς” (Κυριακή των Βαΐων), που όλοι θα παν στην Εκκλησία μικροί και μεγάλοι, έχοντας μαζί τους κλαδιά ελιάς, προϋπαντώντας τον Ιησού, να μπαίνει στην Ιερουσαλήμ “επί πόλου όνου”. Τα κλαδιά θα μείνουν στην Εκκλησία μέχρι να “ποσαραντώσουν” (περάσουν σαράντα μέρες) και μετά θα πάνε στο σπίτι. Τα φύλλα θα χρησιμοποιηθούν για το “κάπνισμα” (τοποθετούνται πάνω σε αναμμένα κάρβουνα), για να φύγει “πάσα κακό” (κάθε κακό), αλλά και να φυλάει από το “αμμάτι” (κακό μάτι, φθόνο).

Η “Μιάλη Εφτομά” (Μεγάλη Βδομάδα), είναι βδομάδα προετοιμασιών για κάθε νοικοκυριό. Οι αυλές πρέπει να “σαριστούν” (σκουπιστούν) με τις “σαρκές” (σκούπες καμωμένες από είδος θάμνου) και το εσωτερικό και εξωτερικό του σπιτιού να “ασπρογιαστεί” (ασπρίσει με υλικό που γίνεται με πρόσμιξη (ασπρόη) ασβεστογενούς χώματος με νερό).

Το άσπρισμα γίνεται με το “φρουκάλη” (μικρή σκούπα χεριού, καμωμένο από “σκλενίτζια” (φλούδι του ποταμού).

Οι άνδρες θα πάρουν στον αλευρόμυλο-νερόμυλο – το “άλεσμα” (καθαρισμένο σιτάρι, πλυμένο και ξηραμένο στον ήλιο) για να το αλέσουν και να φέρουν πίσω το αλεύρι μέσα στο σακκί, με το γαϊδούρι.

Όσες οικογένειες έχουν “τσούρες” (κατσίκες) ή “κουέλλες” (πρόβατα) θα έχουν σίγουρα και τυριά για τις φλαούνες, ενώ οι υπόλοιπες θα αγοράσουν αν έχουν την οικονομική δύναμη.

Οι μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας περνούν γρήγορα πάντα, γιατί όλοι είναι απασχολημένοι με κάτι, έτσι την “κοκκινόπεμτη” (Μεγάλη Πέμπτη) τα παιδιά θα πάνε στο βουνό για να φέρουν φλοιό πεύκου, τον οποίο θα ζεστάνουν στο νερό και μέσα σ' αυτό θα τοποθετήσουν τα αυγά για να κοκκινίσουν. Είναι ίσως η πιο ευτυχισμένη μέρα για τα παιδιά ενώ οι μητέρες θα φυλάξουν τα κόκκινα αυγά μακριά από τα παιδιά για να “γλιτώσουν” μέχρι το Μεγάλο Σάββατο.

Την ‘‘Μεάλη Παρασιευκή'' (Μεγάλη Παρασκευή) μετά την πρωινή λειτουργία οι νέες κοπέλες θα πάρουν η κάθε μια, ότι λουλούδια έχει στην αυλή για να τοποθετηθούν γύρω από τον Επιτάφιο και το βράδυ όλο το χωριό θα ακούσει με κατάνυξη την Ακολουθία του Επιτάφιου. Είναι εποχές που η πίστη είναι βαθιά ριζωμένη στις καρδιές των ανθρώπων, γιατί γι' αυτούς η θρησκεία είναι το στήριγμα τους στον καθημερινό αγώνα της επιβίωσης.

Το πρωί του ‘‘Μεάλου'' Σαββάτου (Μεγάλο Σάββατο) στην μονή βρύση του χωριού δίπλα από τον ποταμό, κτισμένη το 1902 με το μεγάλο ντεπόζιτο και τις βρύσες, όλοι περιμένουν με “σταμνιά” (στάμνες) να πάρουν νερό για το σπίτι, αφού η ζήτηση είναι αυξημένη σήμερα, λόγω του ότι οι γυναίκες θα ζυμώσουν και θα πλύνουν μετά, όλα τους τα αντικείμενα.

Εκεί ακούονται όλα τα νέα του χωριού, περιμένοντας ο καθένας να πάρει νερό ή να ποτίσει τα ζώα του. Το Μεγάλο Σάββατο οι φούρνοι έχουν την τιμητική τους, αφού εκεί θα ψήσουν τα “σισαμένα” (ψωμιά με σησάμι απέξω) τις φλαούνες (μείγμα ζυμωμένου αλεσμένου τυριού με αυγά και σταφίδες μέσα σε φύλλο ζύμης, τριγωνικού σχήματος) και τις “εμπασκιές” (φλαούνες μέσα στις οποίες τοποθετούνται κομμάτια κρέατος).

Αξίζει να σημειωθεί ότι το μείγμα που αναφέραμε πιο πάνω έχει ετοιμαστεί την Παρασκευή για να “μπει” (να φουσκώσει). Σε λίγο όλοι οι φούρνοι θα αρχίσουν να καπνίζουν, ενώ οι νοικοκυρές κοιτάζουν προσεκτικά ούτως ώστε να είναι σίγουρες ότι έχει “πυρώσει” (βρίσκεται στη κατάλληλη θερμοκρασία) για να ψήσει κανονικά τα ψωμιά. Στο “φούρνισμα” (τοποθέτηση του ζυμωμένου ψωμιού στο φούρνο) βοηθούν όλοι, γιατί πρέπει να γίνει γρήγορα για να μην χαθεί η θερμοκρασία του φούρνου.

Το Μεγάλο Σάββατο οι “σκαρπάρηδες” (παπουτσήδες) και οι “ράφτενες” (ράφτριες) πρέπει να παραδώσουν τις παραγγελίες που πήραν από κάθε οικογένεια πριν αρκετούς μήνες, για να φορεθούν την “Λαμπρή”. Η μέρα τελειώνει και όλοι μπαίνουν στα σπίτια τους για λίγη ξεκούραση, αφού η σημερινή μέρα ήταν ειδικά για τις νοικοκυρές, εξαντλητική. Οι άνδρες ρωτούν τις γυναίκες αν έχουν “πετύχει” τα ψωμιά ενώ εκείνες απαντούν συνήθως καταφατικά.

Πρέπει όλοι να πάρουν λίγες ώρες ύπνου, γιατί το σήμαντρο θα κτυπήσει στις 11 για την Ακολουθία της Ανάστασης.

Η ώρα περνά γρήγορα τέτοιες γιορτάρες μέρες και σε λίγο μερικοί σκύλοι στο χωριό αρχίζουν να γαβγίζουν, όταν ακούουν περπατησιές στο δρόμο που οδηγεί προς την Εκκλησία. Είναι ο Παπα Τζιρκάτζιης (Παπά Κυριάκος) που έχει ξεκινήσει για την Εκκλησία, μια ώρα πριν για τις τελευταίες προετοιμασίες για την Ανάσταση.

Στην αυλή της εκκλησίας έχει ήδη ανάψει από ορισμένους νεαρούς η ‘‘Λαμπρατζιά'' (μεγάλη φωτιά), με τα ξύλα που είχαν μεταφέρει νωρίτερα, αφού είναι παράδοση στο χωριό, πάντα να υπάρχει αναμμένη φωτιά την νύχτα του “Καλολόγου” (Ανάστασης).

Ο ιερέας κουβεντιάζει λίγο μαζί τους και μετά μπαίνει στην εκκλησία, ενώ φθάνουν σε λίγο και οι ψάλτες, αφού είναι συνηθισμένοι για χρόνια να έρχονται πριν από τους υπόλοιπους χωριανούς. Η ώρα είναι έντεκα και ο Παπά Κυριάκος βγαίνει έξω και φωνάζει να κτυπήσουν το σήμαντρο, που είναι δεμένο πάνω στον τρέμιθα, ακριβώς απέναντι από της είσοδο της εκκλησίας.

Ο ήχος του σήμαντρου διαπερνά την ησυχία της νύχτας και φθάνει σε αρκετή απόσταση έξω από το χωριό. Σε λίγο φως αρχίζει να φαίνεται σε όλα τα σπίτια του χωριού, αφού έχουν όλοι σχεδόν ξυπνήσει και ανάψει τις λάμπες πετρελαίου, για να φωτιστεί το σπίτι και να ετοιμασθούν για την εκκλησία. Κουβέντες ακούονται σε όλες τις γειτονιές του χωριού, ενώ τα σκυλιά γαβγίζουν απ' άκρη σ' άκρη, αφού δεν είναι συνηθισμένα στο να βλέπουν και να ακούουν τους χωριανούς τέτοια ώρα να σηκώνονται και να φεύγουν από τα σπίτια τους.

Σιγά – σιγά αρχίζουν να φθάνουν στην εκκλησία , συνήθως πρώτοι αυτοί που τα σπίτια τους είναι κοντά στην εκκλησία, ενώ οι άλλοι λίγη ώρα αργότερα.

Το προαύλιο έχει γεμίσει κόσμο, κυρίως άνδρες και παιδιά αφού οι γυναίκες μπαίνουν κατευθείαν στην εκκλησία. Έχει κοντέψει μεσάνυκτα και κάποιος φωνάζει να μπουν όλοι μέσα στο ναό. Ο Παπά Κυριάκος θα ρωτήσει αν είναι όλοι παρόντες, γιατί κανένας δεν πρέπει να χάσει τον “Καλό Λόγο”. Όλοι κοιτάζουν να δουν ποιος δεν έχει έλθει ακόμη, για να πάει κάποιος στο σπίτι τους να τους ξυπνήσει, αν τυχών δεν έχουν ακούσει τον ήχο του σήμαντρου ή για να δει για πιο λόγο αργούν να έρθουν.

Παρόντες είναι ο “Μουχτάρης” Ηλίας Χ΄΄Λαμπής, ο Θεόδουλος Νίττης, Δήμαρχος του Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς, όπου η Στενή είναι μέλος από το 1882 και όλοι οι χωριανοί. Στα ψαλτήρια βρίσκονται οι ψάλτες, Χ΄΄Αχιλλέας Χ΄΄Αργυρού, Στυλιανός Παπαχαραλάμπους, Ιωάννης Χριστοδούλου “Αρόητος” και Κυριάκος Παπά Δημήτρη, “Γιακκούς ”.

Αφού βεβαιωθεί ο ιερέας ότι όλοι είναι παρόντες, θα βγει στην Αγία Θύρα με το “Τρικέρι” (τρία κεριά αναμμένα) και τον Σταυρό και θα ψάλλει το “Δεύτε λάβετε Φως εκ του Ανέσπερου Φωτός”. Πολλοί τρέχουν να πάρουν το φως, ανάβοντας την λαμπάδα τους, που έφεραν μαζί τους και σε λίγο η εκκλησία θα φωτισθεί από το Άγιο Φως.

Θα ακολουθήσει η “λιτή” (λιτανεία) γύρω από την εκκλησία και στην δυτική είσοδο του ναού, θα διαβάσει ο παπάς το Ευαγγέλιο της Ανάστασης. Ο Παπά Κυριάκος θα αναγκασθεί να κλωτσήσει δυνατά την πόρτα να μπει μέσα στην εκκλησία, όταν λέγει το “Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επαρθείτε πύλα αιώνιοι και εισελεύσεται ο βασιλεύς της Δόξης” αφού αυτός που είναι πίσω από την πόρτα δεν έχει σκοπό να αφήσει τον παπά να μπει. Το εκκλησίασμα τότε ξεσπά σε γέλια σχολιάζοντας το γεγονός και όλοι μπαίνουν μέσα στην εκκλησία, λέγοντας ο ένας στον άλλο “Χριστός Ανέστη” και “Αληθώς Ανέστη”. Η βραδιά που όλοι περιμένουν ένα ολόκληρο χρόνο έχει έλθει και τα πρόσωπα όλων λάμπουν από χαρά και ευχαρίστηση.

Η ακολουθία της Ανάστασης θα συνεχισθεί μέσα στην εκκλησία και όλοι περιμένουν με αγωνία την ώρα της Θείας Κοινωνίας. Πενήντα μέρες περιμένουν αυτή την στιγμή, για να λάβουν από το Παπά Κυριάκο Σώμα και Αίμα του Χριστού, που Αναστήθηκε απόψε. Όλοι περιμένουν υπομονετικά την σειρά τους και όσοι κοινωνούν βγαίνουν έξω, όπου συνεχίζονται οι ευχές . Οι κουβέντες παίρνουν και φέρνουν μεταξύ κυρίως των ανδρών, περιμένοντας να κοινωνήσουν και οι γυναίκες τους, αφού πάντα πρώτοι κοινωνούν οι άνδρες. Είναι καιροί ανδροκρατίας και αφού όλοι έχουν βγει έξω από την εκκλησία, ξεκινούν για τα σπίτια τους, μεταφέροντας προσεκτικά για να μην σβήσει, η λαμπάδα ή το κερί με το Άγιο Φως.

Με το κερί αυτό θα ανάψουν τις λάμπες και το καντήλι, που έχουν στο σπίτι μπροστά από το εικόνισμα. Η μεταφορά του Αγίου Φωτός στο σπίτι είναι κάτι που όλοι φροντίζουν να γίνει, γιατί είναι ευλογία για το σπιτικό και τα υπάρχοντα, του οικοδεσπότη.

Το πρωί της Κυριακής θα αρχίσουν οι ετοιμασίες για το μαγείρεμα του μεσημεριανού φαγητού, που θα είναι ανάλογο με την οικονομική κατάσταση της κάθε οικογένειας.

Συνήθως οι βοσκοί ή όσοι έχουν ζώα, θα σφάξουν ένα ρίφι ή αρνί, ενώ οι υπόλοιποι κοτόπουλο ή γαλοπούλα. Τα πουλιά αυτά υπήρχαν συνήθως σε όλες τις αυλές των σπιτιών της εποχής εκείνης, πλουσίων και φτωχών. Συνηθίζεται οι συγγενικές οικογένειες να μαζεύονται σε ένα σπίτι και αφού στρωθούν τα τραπέζια αρχίζει το φαγοπότι και τα τραγούδια. Από την μέση του τραπεζιού δεν λείπεί το “κολότζιη” (κολοκύθα) με το κρασί, το οποίο είναι το μόνο ποτό που υπήρχε στα χωριά την εποχή αυτή.

Το σημερινό τραπέζι είναι το πιο πλούσιο κάθε οικογένειας, από όλες τις μέρες του χρόνου. έτσι όλοι μικροί και μεγάλοι θα το απολαύσουν με την ψυχή τους.

Η ώρα περνά ευχάριστα με τραγούδια, ανέκδοτα και φυσικά φαγητό, αλλά στη μία περίπου η ώρα, κτυπά πάλι το σήμαντρο για τον “Σταυρό” (εσπερινό της Αγάπης), έτσι όλοι ξεκινούν για την εκκλησία, όπου μετά την λειτουργία θα αρχίσουν τα βιολιά και τα παιχνίδια που κάθε “Λαμπρή” γίνονται στο προαύλιό της.

Όλο το χωριό είναι μαζεμένο έξω από την εκκλησία, ενώ άλλοι κάθονται και άλλοι συνομιλούν μεταξύ τους. Ο καφετζής, του πρόχειρου καφενείου που έχει στηθεί στην αυλή της εκκλησίας, δεν προλαβαίνει να παίρνει παραγγελίες για καφέδες, τριαντάφυλλο και λουκούμια, αφού είναι τα μόνα που διαθέτει. Οι άνδρες σήμερα, πληρώνουν για όλα τα κεραστικά που παραγγέλλουν για τις γυναίκες τους, τις κόρες τους, τα βαφτιστικά τους , ή τους κουμπάρους και κουμέρες τους.

Η γιορτή αυτή είναι για τους νέους, κυρίως τους ανύπαντρους και τις ανύπαντρες, η μοναδική μέρα του χρόνου που θα περάσουν λίγες ώρες όλοι μαζί. Φυσικά οι νέες κοπέλες, όλες ντυμένες με ότι καλύτερο έχει η κάθε μία, συνήθως φορέματα με έντονα χρώματα και καινούρια παπούτσια, κάθονται όλες μαζί, ξεχωριστά από τους άνδρες.

Οι άνδρες σήμερα φορούν και αυτοί την καλύτερή τους φορεσιά, καινούργια βράκα, μεταξωτό πουκάμισο, γιλέκο, μάλλινη ή μεταξωτή “ζώστρα” (ζωνάρι) και φυσικά καινούριες “Φράγκικες ποδίνες” (για αριστερό και δεξί πόδι μπότες), (οι μπότες που φοριούνται και στα δύο πόδια ονομάζονται “Τσαγγαροποδίνες”). Το ψάθινο καπέλο συμπλήρωνε την ανδρική φορεσιά της εποχής εκείνης.

Οι “ματιές” αρχίζουν να δίνουν και να παίρνουν, μεταξύ των νέων και των κοπέλων, αλλά αν και είναι μέρα γιορτής και χαράς οι νέες πρέπει να συμπεριφέρονται “σωστά” και να “έχουν το νου τους”. Να μην δώσουν αφορμή για κουτσομπολιά, εξάλλου είναι πάντα κάτω από το βλέμμα των γονιών ή του αδελφού τους.

Είναι η εποχή που η “τιμή” και το “καλό όνομα” είναι το παν για μια γυναίκα και αλίμονο αν κάποια δώσει αφορμή να λεχθούν γι' αυτή κακά λόγια.

Ο βιολάρης δεν σταματά να παίζει για τους χορευτές, που σήμερα είναι η μέρα που θα δείξουν το ταλέντο τους στο χορό και το τραγούδι σε όλους, αλλά ειδικά στη κοπέλα που θέλουν να εντυπωσιάσουν.

Τα τραγούδια είναι όλα γύρω από τον έρωτα και την σκληρή ζωή του άνδρα της υπαίθρου. Το “ζεϊμπέκη” (ζεϊμπέκικο) και οι ανδρικοί αντικριστοί είναι οι χοροί που χορεύονται συνέχεια, ενώ οι παρευρισκόμενοι ρίχνουν και καμμιά “πακκίρα” (γρόσι) στο δίσκο που έχει τοποθετηθεί δίπλα στον βιολάρη. Πρέπει και αυτός να βγάλει κάτι από την σημερινή γιορτή τους Στενιώτες.

Πιο πέρα οι κοπέλες παίζουν “ποταμό”, “βούφα” ή “εκκλησία” ενώ οι νέοι φωνάζουν δυνατά παίζοντας “ζίζιρο” ή “καττόμουγια”.

Υπάρχει κάποιο παιχνίδι για όλους όσους θέλουν να γλεντήσουν και να χαρούν αυτή την μέρα, που έρχεται μόνο μια φορά το χρόνο.

Η ώρα περνά και το κέφι φουντώνει και φαίνεται ότι όλοι οι χωριανοί άφησαν πίσω τους τα προβλήματα και τις λύπες τους και χαίρονται όσο μπορούν αυτή τη μέρα, που είναι μέρα χαράς και αγάπης. Οι γυναίκες κουβεντιάζουν μεταξύ τους διάφορα θέματα ή αστειεύονται και άλλες καμαρώνουν τους γιους τους και τις κόρες τους, που σήμερα δείχνουν ότι καλύτερο έχουν – την ομορφιά και την χάρη τους-. Οι άνδρες γελούν και αστειεύονται μεταξύ τους συγχαίροντας τους γιους τους μεγαλόφωνα, που διαγωνίζονται στο χορό και το τραγούδι.

Το παιχνίδι που όλοι περιμένουν είναι “ο Μυλωνάς” που τον παίζει με μαεστρία ο Στυλιανός Γαβριήλ, άλλως “Πόλασελας”.

Κάθεται σταυροπόδι, έχοντας μπροστά του δυο πέτρες, την μια πάνω στην άλλη, τρίβοντάς τις όπως γυρίζουν οι μυλόπετρες στον αλευρόμυλο. Δίπλα του ένα μακρύ και χοντρό καλάμι χρησιμεύει για να διώχνει τις όρνιθες, που έρχονται να του φαν το σιτάρι, που δήθεν αλέθει. Οι νέοι έρχονται κοντά στο αυτί του, αφού ο μυλωνάς είναι δήθεν κουφός και τον ρωτούν δυνατά αν «Έσιη αλέσματα ο μύλος». Αυτός απαντά «Έσιη τζιε Χέλη», (έχει και θέλει). Άλλος ρωτά αν έχουν καιρό να τους αλέσει το σιτάρι , ο δε Μυλωνάς ρωτά: «Τα άλογα σου είναι αρσενικά ή Θηλυκά»;

Μερικοί άνδρες προσπαθούν να παίξουν τον ρόλο των ορνίθων που προσπαθούν να φαν το σιτάρι, ερχόμενοι προς το μέρος του «Μυλωνά», αλλά αυτός αρπάζει ξαφνικά το καλάμι και το γυρίζει με δύναμη κτυπώντας όσα πόδια βρει μπροστά του. Άλλοι πηδούν να γλιτώσουν το κτύπημα που είναι πάντα δυνατό, αλλά μερικοί δέχονται το κτύπημα από τον «Μυλωνά».

Το παιχνίδι προκαλεί πολύ γέλιο και ύστερα από αρκετά «θύματα» του «Μυλωνά», το παιχνίδι σταματά συγχαίροντας όλοι τον κύριο Στυλιανό για τον τέλειο ρόλο του.

Κάποιος έρχεται φέρνοντας μαζί του ένα σχοινί με το οποίο θα διαγωνιστούν μεταξύ τους οι παντρεμένοι και οι ελεύθεροι άνδρες. Φωνάζει ποιοι είναι διατιθέμενοι να διαγωνισθούν και καλεί ορισμένους που διστάζουν να μπουν στις ομάδες.

Τελικά οι δύο ομάδες σχηματίζονται από 8-10 άτομα η κάθε μια και όλοι προσπαθούν να στερεώσουν το πέλμα της «ποδίνας» (μπότας) τους σκάπτοντας το χώμα με την μπότα τους, δημιουργώντας μικρό «σκαλί», ούτως ώστε να τους βοηθήσει για μην γλιστρήσουν. Το σύνθημα δίνεται και τότε όλοι αρχίζουν να ενθαρρύνουν τις δύο ομάδες. Ο αγώνας είναι σκληρός αφού και στις δύο ομάδες υπάρχουν δυνατά άτομα και ορισμένοι έχουν αρκετή πείρα στον αγώνα από τα προηγούμενα χρόνια.

Τελικά οι ανύπαντροι θα «τραβήξουν» τους παντρεμένους και τότε αρχίζουν τα πειράγματα μεταξύ τους. Η ηττημένη ομάδα προσπαθεί να δικαιολόγησει την ήττα της, προτάσσοντας ορισμένες δικαιολογίες, που κάνει τους παρευρισκομένους να γελούν. Κάποιος λέει τους τράβηξαν πριν δοθεί το σύνθημα και άλλος λέει ότι τους άφησαν να κερδίσουν, για να μην τους προσβάλλουν μπροστά στις κοπέλες. Ο παπά Κυριάκος τους εύχεται να είναι όλοι καλά και του χρόνου θα νικήσουν οι παντρεμένοι, αν έρχονται τακτικά στην εκκλησία, ενώ ο Θεόδουλος Νίττης αστειευόμενος τους λέει ότι θα προσφέρει ένα λαγό, αφού ήταν άριστος και μανιώδης κυνηγός, στον επικεφαλής της νικήτριας ομάδας. Ο Δημήτρης Χ΄΄Παπαγιάννη, καφετζής του χωριού, πρόσφερε δωρεάν καφέδες σε όλα τα μέλη των ομάδων, την επόμενη φορά που θα έρθουν στο καφενείο του.

Εν τω μεταξύ άρχισε να σουρουπώνει και ένας εκ των παρευρισκομένων φωνάζει στο βιολάρη να παίξει τον «πολογιαστό» (τελευταίος χορός), για να χορέψουν όσοι δεν πρόλαβαν να χορέψουν σήμερα και να κλείσει έτσι η σημερινή ωραία γιορτή.

Μετά το χορό αυτό, σιγά-σιγά αρχίζει να αδειάζει η αυλή της εκκλησίας και όλοι προχωρούν προς τα σπίτια τους, σχολιάζοντας μεταξύ τους όσα έλαβαν χώρα σήμερα.

Τελευταίος φεύγει ο βιολάρης, ο οποίος ήρθε από άλλο χωριό, για να μετρήσει την είσπραξη της ημέρας. Αφού τελείωσε το μέτρημα, μουρμούρησε «Καλά τα πείαμεν» (Καλά πήγαμε), Δόξα σοι ο Θεός, Ας εν καλά οι Στενιώτες».

Το Πάσχα του 1925 πέρασε προσφέροντας σε όλους στιγμές χαράς και ξεγνοιασιάς. Περπατώντας για τα σπίτια τους, ρωτά ο ένας τον άλλο «πότε είναι η Λαμπρή του χρόνου;» αλλά φυσικά κανείς δεν ξέρει αφού δεν υπάρχει τρόπος να μάθουν. Ίσως ο Παπά Κυριάκος να ξέρει, αλλά σίγουρα ο δάσκαλος θα τους πει, όταν γυρίσει από το χωριό του την Συλίκου, όπου πήγε για να περάσει το Πάσχα με την οικογένεια του.