1. Σάββας Παπακυριάκου: «Παοκολοκάς» Ειδικός στο ψήσιμο του τραχανά. (Ανακάτεμα του ζεστού ξινόγαλου, με σπασμένο σιτάρι, σε δοχείο πάνω στη φωτιά). Έπρεπε να ρωτηθεί από τις οικοκυρές, πότε μπορούσε να τους «ψήσει» τον τραχανά. Είναι όπως ρωτάς τον μηχανικό σου, πότε θα του πάρεις το αυτοκίνητο για αλλαγή λαδιού.

2. Χριστόδουλος Σοφόκλη: «Κάτσελλος» Όσοι χωριανοί είχαν αμπέλια και έπρεπε να πατήσουν τα σταφύλια στη «πατήστρα», (πατητήρι), για να πάρουν τον χυμό για να κάνουν κρασί, έπρεπε να φωνάξουν τον «Κάτσελλο» που ήταν και «χοντροκόκκαλος», αλλά κυρίως γιατί δεν είχε τρίχες στα πόδια και τις γάμπες, έτσι ο χυμός θα ήταν καθαρό από τρίχες.

3. Παναγής Φιλίππου: «Πανάος ή Χίρμος» Λόγω του αναστήματός του, ήταν ψηλός, και περπατούσε με γρήγορα βήματα, ο «Χίρμος» ήταν ο «αγγελιαφόρος» της Στενής. Συνήθως οι «αποστολές» του, ήταν να ειδοποιήσει την αστυνομία, να φέρει τον γιατρό από την Πόλη Χρυσοχούς, τη μαμή, ή να μεταφέρει μηνύματα από το χωριό, σε κάποιο άτομο.

4. Ιωάννης Χριστοδούλου: «Αρόητος» Επειδή καταγόταν από κρασοχώρι της περιοχής, τις Αρόδες και ήταν παντρεμένος στη Στενή, ήταν φυσικά ειδικός στο φύτεμα αμπελιών. Με ένα σκουπόξυλο, όταν ήταν νέος και με το μπαστούνι του όταν είχε γεράσει, έδειχνε στους εργάτες, που θα φυτευτεί το κάθε φυτό αμπελιού. Το φύτεμα σε γραμμές δεν ήταν γνωστό τον καιρό εκείνο, έτσι όπου έδειχνε ο «Αρόητος», φύτευαν το φυτό. Όταν φυσικά μεγάλωναν τα φυτά, ήταν αδύνατο να καλλιεργηθεί το αμπέλι με τα βόδια, έτσι αναγκάζονταν να τα σκαλίσουν με το «ξινάρι» (είδος σκαλιστηριού).

5. Γιάννης Πέτρου: «Γιάννης του Πετράκκου» Λόγω του μικρού και λεπτού αναστήματος του, αλλά φυσικά και ριψοκίνδυνος, έγινε ειδικός στο σκαρφάλωμα και την κυκλοφορία πάνω σε ψηλά δέντρα, κυρίως δρύες, ελιές και χαρουπιές. Όποιος είχε δυσκολία να «τρυγήσει» τον καρπό αυτών των δέντρων, φώναζε το «Γιάννη του Πετράκκου» για να τον βγάλει από την δύσκολη θέση. Για κακή του τύχη όμως, μια από αυτές τις «αποστολές» ήταν και η τελευταία ,αφού έπεσε από μια ελιά και έπαθε κάταγμα σπονδυλικής στήλης, με αποτέλεσμα να περάσει την υπόλοιπη του ζωή περπατώντας σκυφτός.

6. Κώστας Χριστοδούλου: «Κωσταντής» Ο «Κωσταντής» ήταν ο γεωπόνος της Στενής για πολλά χρόνια. Είχε εργασθεί σε αγρόκτημα στη Πάφο, όπου απέκτησε αρκετή πείρα σχετικά με αγροτικά θέματα. Κυρίως στη δεντροκομία. Απέκτησε μεγάλη πείρα για τις ελιές, κατά την διάρκεια της παραμονής του στη Κρήτη, όπου έζησε κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου είχε υπηρετήσει με τον Αγγλικό Στρατό, κυνηγημένος από τους Γερμανούς. Ειδικός στο μπόλιασμα και κλάδεμα όλων των δέντρων.

7. Γεώργιος Σάββα: «Κάουρας» Ο «Λακκοτρύπης» του χωριού. Ειδικός στο να σκάβει λάκκους, για ανεύρεση νερού σε χωράφια όπου υπήρχε υπόνοια ότι μπορεί να υπάρχει νερό. Το νερό χρησιμοποιείτο για το πότισμα των ζώων κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, όπου τα κοπάδια έβοσκαν στα θερισμένα χωράφια.

8. Θεόδωρος Σάββα: «Θέωρος» Ο «Θέωρος» ήταν ο άνδρας που φώναζαν μαζί με την «Ευκενού», που θα δούμε ακριβώς μετά, για τον ευνουχισμό των αρσενικών γουρουνιών τους οι Στενιώτες. Ήταν η πρώτη επιλογή κάποιου που ήθελε να ευνουχίσει το γουρούνι του, γιατί εκτός από το ότι ήταν άντρας ήταν και ειδικός γι αυτή την δουλειά. Πάντα χρησιμοποιούσε το μαχαίρι του, το οποίο ήταν κοφτερό και έτοιμο για χρήση. Η πληρωμή ήταν συνήθως καφές ή τσιγάρο ή και τα δύο μαζί.

9. Ευγενία Σάββα: «Ευκενού» Ποιος έδειξε στην Ευγενία Σάββα την τέχνη του ευνουχισμού των νεαρών αρσενικών γουρουνιών, κανείς δεν ξέρει. Όταν οι χωριανοί έπρεπε να ευνουχίσουν το αρσενικό τους γουρουνάκι, που κρατούσαν για να το μεγαλώσουν και να το σφάξουν τα Χριστούγεννα, φώναζαν την «Ευκενού» για να το ευνουχίσει. Κρατούσαν το γουρουνάκι με το κεφάλι προς τα κάτω και η «χειρούργος» με μια λεπίδα ή ένα κοφτερό σουγιά του αφαιρούσε τους όρχεις, ενώ αυτό σφάδαζε από τους πόνους, αφού δεν γινόταν φυσικά τοπική αναισθησία. Μετά τοποθετούσε στη πληγή λίπος ή λάδι για να μην μολυνθεί το ζώο. Το ότι μια γυναίκα έγινε ειδική σ’ αυτό το θέμα ήταν κάτι το πρωτοποριακό για την εποχή εκείνη.

10. Αλέξανδρος Μιχαήλ:»Κάσιουλος» Ειδικός για το κτίσιμο πετρότοιχων – ξερότοιχων – (χωρίς άλλο υλικό). Για να γίνει κάποιος ειδικός σ’ αυτήν τη δουλειά πρέπει να είναι άτομο υπομονετικό, τελειομανής και με μεγάλη σωματική δύναμη. Ο «Κάσιουλος» τα είχε όλα αυτά, έτσι ήταν το πρόσωπο που όλοι φώναζαν, όταν είχαν να κτίσουν πετρότοιχους. Κτίσματα του σώζονται μέχρι σήμερα δεκαετίες μετά το κτίσιμο τους, δείχνοντας πράγματι την τέχνη του σ’ αυτό το τομέα.

11. Χαρηθέα Κυριάκου: «Αττιρούα» Η «Αττιρούα» ήταν συνώνυμη με το «Μουχαλλεπή». Με μεγάλη υπομονή άλεθε το ρύζι και μετά το κοσκίνισμα έπαιρνε την ψιλή σκόνη, αφού την «περνούσε» από την «μερέζα» -βαμβακερό μαντήλι για σκέπασμα των γυναικείων κεφαλών-. Με αυτή την σκόνη έφτιαχνε το «Μουχαλλεπή» το οποίο σέρβιρε με «τριαντάφυλλο», -ροδόσταγμα με κόκκινο χρώμα- κυρίως την Λαμπρά, τους γάμους και τις Κυριακές. Η τιμή του ήταν ένα γρόσι το πιάτο.

12. Δέσποινα Χ’ Σάββα: «Φοιδιώτισσα» Η «Φοιδιώτισσα» ήταν η γυναίκα που έμαθε όλες τις υφάντρες του χωριού, την τέχνη για να υφαίνουν τα περίφημα «Φοιδιώτικα» υφαντά. Αφού καταγόταν από την Φοίτη, φυσικό ήταν να γνωρίζει την τέχνη αυτή, έτσι μετά τον ερχομό της στη Στενή αφού παντρεύτηκε τον Χ’Σάββα Γιαννή, έδειξε τα μυστικά της «Φοιδιώτικης» τέχνης, στις υφάντρες του χωριού.

13. Κυριάκος Στυλιανού: «Γιάης» Ο «Γιάης» ήταν ο «Μεσίτης» του χωριού. Ήταν γνωστός σε όλους τους «πράτες» - αυτοί που αγόραζαν ζώα κυρίως – και μόλις έφθαναν στο χωριό τον ζητούσαν, για να τους πει, ποιος έχει ζώα για πώληση. Κατά την διάρκεια του «πάρε-δώσε» μεταξύ του πωλητή και του αγοραστή ο «Γιάης» πάντα έπαιρνε την θέση του αγοραστή, γιατί από αυτόν θα έπαιρνε σίγουρα προμήθεια, ενώ από τον πωλητή όχι. Γνώριζε επίσης τι έχει να πωλήσει κάποιος από το χωριό, είτε αυτό είναι άχυρο, δημητριακά, όσπρια ή οτιδήποτε, έτσι βοηθούσε με το δικό του τρόπο τους χωριανούς του να πωλήσουν τα προϊόντα τους. Φυσικά πάντα με το δικό του κέρδος.