Ο αλουπός στη χώρα

Ο αλουπός στον ύπνον του θωρεί βουνάρκα πέτρες

, τζιαι ότι τρέχου σιωνωτά λεφτά που τες χολέτρες!

 

Που το πορνόν τηλεφωνά στο μάστρο, ν’ αρωτήσει,

τ’ όραμαν του, αν ιμπορεί, να του το εξηγήσει.

 

-«Σίουρα, φίλε μου, θα πας στην Χώραν, να σου πούσιν,

αν καϊλίζουν, πέτρενα τειχούθκια να χτιστούσιν!»

 

Πέμπει τους ένα μήνυμα: «Να τον δεχτού στη Χώραν».

Άχ, τζι εδυσπύρκασεν ! Μα πότ’ εν να ’ρτει τζιείν’ η ώρα!

 

Ενόμισεν, την αίτησην θα του την απορρίψουν,

τζιαι το μεγάλον όνειρο στο βάραθρο θα ρίψουν.

 

Φέφκει σιόρ ο αλουπός, ποττέ , που τον Ακάμαν,

να πά στην Χώραν μίσσιμου;  Ακούστην τέθκιον πράμαν;

 

Έννοιωσε, σαν να βρέθηκε στα βάθη του πελάου!

Που μέσα τ’ όμως έλαμνεν : «Εγιώνι, εν να πάου!»

 

Φήννει το διπλοκάμπινον, τζι’ έπκιασε μερσεντάραν.

Αφού, μές τζιείνην την πυράν ήβρεν τον η φλαγγάρα!

 

Επήρεν τζιαι ακόλουθον, τον Γιάννον Αναστάση,

να γλέπει, μέν τζιαι άξιππα τη μαλαήν του χάσει.

 

Στο τέλος καταφθάννουσιν στη Χώραν, «να τα πούσιν».

Κρίμας! Δεν ήμαστον τζιαμέ. Θα κάμναμεν τζιημπούσιν…

 

Μάσσιαλλα του, ο Υπουργός, πρίν να τους αρωτήσει,

ετράτταρεν τους τζιαι νερόν κρυόν, να τους δροσίσει.

 

Εδέχτην, να τα κάμουσιν με πέτραν τα τειχούθκια,

τζιαι να τους βάλουν τζιαι νερόν, να πίννουν τα δεντρούθκια.

 

Άμάδεν ότι έφκηκεν αλήθκεια τ’ όνειρόν του,

πτού… που τζιαμέ, εβρέθηκεν πετώντα στο χωρκόν του.

 

Όμως που τζιείνην τη στιγμήν εμπήκε στο μυαλόν του,

πως θάφερνεν τον Υπουργόν, σίουρα, ταπισόν του!

 

Στρέφεται, τζι ούλοι στη Στενήν τρικούβερτα γλεντούσιν!

Τζιείν την καμπάναν παίζουν την, τζιαι δεν ισταματούσιν.

Τ.Τ.Λ. 2005